Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα άρθρο όπου αναφέρεται συνοπτικά στην επίσχεση εργασίας.

Επίσχεση εργασίας 

Καταρχάς, με τη ρύθμιση του άρθρου 655 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία "ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός απ' αυτά" εισάγεται ο γενικός κανόνας της υποχρέωσης του εργοδότη για καταβολή των μισθών δεδουλευμένων, δηλαδή μετά από την εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή της εργασίας του. Βέβαια, η διάταξη είναι ενδοτικού δικαίου και ως εκ τούτου μπορεί να παρακαμφθεί με αντίθετη συμφωνία των μερών ότι ο μισθός θα προκαταβάλλεται, δηλαδή θα πληρώνεται πριν την παροχή των υπηρεσιών του εργαζομένου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, εάν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, ο εργοδότης δυνάμει του άρθρου 655ΑΚ οφείλει να καταβάλει το μισθό στο τέλος εκάστου ημερολογιακού μηνός (δήλη ημέρα καταβολής), μετά την παρέλευση του οποίου και χωρίς όχληση περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας οφειλέτη για όλες τις αξιώσεις του μισθωτού από νόμιμη παροχή εργασίας. Εάν όμως σημειωτέον οι απαιτήσεις ή ορισμένες από τις απαιτήσεις του προέρχονται από μη νόμιμη παροχή εργασίας, όπως για παράδειγμα παράνομη υπερωριακή απασχόληση, τότε επειδή ως προς αυτές δεν έχει οριστεί εκ του νόμου δήλη ημέρα καταβολής τους, απαιτείται όχληση. Από τη στιγμή, που κατά τα προαναφερθέντα, καταστεί ληξιπρόθεσμη η αξίωση του μισθωτού για καταβολή του μισθού του, έχει στη διάθεσή του δύο βασικές επιλογές: α) η μία είναι να ασκήσει αγωγή για ικανοποίηση των απαιτήσεών του κατά τη διαγνωστική διαδικασία, που εν προκειμένω είναι η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προσωρινής επιδίκασής τους να αιτηθεί ενδεχομένως την προ-καταβολή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρ. 728 ΚΠολΔ), β)η άλλη είναι να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μέχρι να ικανοποιήθούν οι μισθολογικές του αξιώσεις. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 325 ΑΚ ο εργαζόμενος  (οφειλέτης της εργασίας του), που έχει εντωμεταξύ ληξιπρόθεσμες μισθολογικές αξιώσεις έναντι του εργοδότη (δανειστή της εργασίας), δικαιούται να αρνηθεί να  εκπληρώσει την κύρια υποχρέωση παροχής των υπηρεσιών του έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση καταβολής των μισθών, που ήδη τον βαρύνει. Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης καθιστά τον εργοδότη, ο οποίος είναι πρόθυμος να δεχθεί την παροχή που του προσφέρεται (εργασία), αλλά δεν προσφέρει την ήδη οφειλόμενη αντιπαροχή (δεδουλευμένοι μισθοί), υπερήμερο δανειστή (άρθρ. 353 ΑΚ). Αυτό σημαίνει ότι  οφείλει να καταβάλει μισθούς υπερημερίας για όσο διάστημα ο ο εργαζόμενος δεν παρέχει τις υπηρεσίες του λόγω της επίσχεσης. Το δέλεαρ της αποκόμισης μισθών υπερημερίας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η επίσχεση ασκείται χωρίς διαδικαστικές δυσχέρειες με άτυπη, μονομερή και απευθυντέα δήλωση βούλησης, έχει συμβάλει αποφασιστικά σε μία μηχανιστική σχεδόν επίκλησή της εκ μέρους των εργαζομένων, η οποία όμως πολλές φορές ελέγχεται ως καταχρηστική από τα Δικαστήρια. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης αντιβαίνει προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος όταν η οφειλόμενη απαίτηση είναι ασήμαντη ή η καθυστέρηση αναμένεται να είναι σύντομη. Και γενικά η νομολογία ελέγχει με ιδιαίτερη αυστηρότητα την άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης με βάση τα κριτήρια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (281 ΑΚ). Για το λόγο αυτό, οι μισθωτοί θα πρέπει να αποφασίζουν να το ασκήσουν μετά από σωστή στάθμιση και αξιολόγηση των δεδομένων της περίπτωσής τους.   

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ ΜΑΣ Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΜΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΓΝΩΣΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΥ ΕΙΔΙΚΕΥΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ ΘΕΜΑΤΑ.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο άρθρο είναι καθαρά ενημερωτικού χαρακτήρα και δεν αφορούν εξατομικευμένες  περιπτώσεις.

nikos375